πολυβόητος

From LSJ
Revision as of 18:25, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠβόητος Medium diacritics: πολυβόητος Low diacritics: πολυβόητος Capitals: ΠΟΛΥΒΟΗΤΟΣ
Transliteration A: polybóētos Transliteration B: polyboētos Transliteration C: polyvoitos Beta Code: polubo/htos

English (LSJ)

ον, A much-talked-of, gloss on παλαίφατος, Sch.A.Supp.532; much-sounding, gloss on πολυάχητος, Sch. E.Alc.918.

German (Pape)

[Seite 660] viel gerufen, sehr berühmt, Schol. Aesch. Suppl. 535.

Greek (Liddell-Scott)

πολυβόητος: -ον, ὁ περὶ οὗ πολὺν λόγος ἐγένετο, περιβόητος, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 532· ὁ πολὺ ἠχῶν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἀλκ. 918.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για πρόσ.)
1. αυτός που προκαλεί γύρω από τον εαυτό του πολύ θόρυβο, περιβόητος
2. πολύ ηχηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + βοητός (< βοῶ), πρβλ. περι-βόητος].