τραγίσκος
English (LSJ)
ὁ, Dim. of τράγος, A young he-goat, Theoc.5.141, AP9.317: also τρᾰγ-ίσκιον, Hsch. s.v. ἐξάγω κῶλον τραγίσκιον (a game played at Tarentum). II ornament in form of a goat, Inscr. Délos 461 Bb19 (ii B. C.). III a sea-fish, Marc.Sid.23.
German (Pape)
[Seite 1133] ὁ, dim. von τράγος, 1) Böcklein, kleiner, junger Bock; Theocr. 5, 141; Ep. ad. 40 (IX, 317). – 2) ein Seefisch, Marcell. Sid. 23.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰγίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ τράγος, μικρὸς τράγος, Θεόκρ. 5. 141, Ἀνθ. Π. 9. 317· παρ’ Ἡσυχ. ὡσαύτως τραγίσκιον, «ἐξάγω χωλὸν τραγίσκιον· παιδιᾶς εἶδος παρὰ Ταραντίνοις» Ἡσύχ. ΙΙ. θαλάσσιός τις ἰχθύς, σηπίαι ἠδὲ τραγίσκοι Μάρκελλ. Σιδ. 23.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 petit bouc;
2 sorte de poisson de mer.
Étymologie: τράγος.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. υποκορ. μικρός τράγος, τραγί
2. είδος θαλάσσιου ψαριού
3. διακοσμητικό αντικείμενο σε σχήμα τράγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. οβελ-ίσκος)].
Greek Monotonic
τρᾰγίσκος: ὁ, υποκορ. του τράγος, μικρός τράγος, σε Θεόκρ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τρᾰγίσκος: ὁ козлик, козленок Theocr., Anth.
Middle Liddell
τρᾰγίσκος, ὁ, [Dim. of τράγος
a young he-goat, Theocr., Anth.