κανονωτός
From LSJ
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
English (LSJ)
ἡ, όν, A furnished with cross-bars, θυρίδες PSI5.547.4 (iii B. C.); ἀγγεῖον, ζωγρεῖον κ., a cage for pigs, Sch.Ar.V.840 ed.Ald. (v.l. κανωτόν). 2 made straight or even, ῥάβδοι Eust.707.59.
Greek Monolingual
κανονωτός, ή, -όν (AM)
μσν.
ο κατασκευασμένος έτσι ώστε να είναι ευθύς ή ομαλός
αρχ.
ο εφοδιασμένος με κανόνα, με εγκάρσιο ξύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κανών, -όνος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. αγκυλωτός, οδοντωτός)].