θαλλίον

From LSJ
Revision as of 08:40, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)cf\. ([\p{Greek}\s]+) " to "cf. $1 ")

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαλλίον Medium diacritics: θαλλίον Low diacritics: θαλλίον Capitals: ΘΑΛΛΙΟΝ
Transliteration A: thallíon Transliteration B: thallion Transliteration C: thallion Beta Code: qalli/on

English (LSJ)

τό, in plural, A presents (cf. θαλλός 111), POxy.1481.7 (ii A.D.): pl. written θάλεια, Wilcken Chr.323.20 (ii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

θαλλίον: τό, ὑποκορ. τοῦ θαλλός, μικρὸς βλαστὸς ἐλαίας ἢ φοίνικος, Ἀποφθ. Πατέρ. 93C, 253C. 2) = «ζεμπίλι», θαλλὶν (ἀντὶ θαλλίον) σίτου Ἀποφθ. Πατέρ. 92Β.

Greek Monolingual

θαλλίον, το (AM) (Μ και θαλλίν)
(υποκορ. του θαλλός) μικρός τρυφερός βλαστός
αρχ.
1. φύλλο ή κλαδί φοινικιάς
2. στον πληθ. τά θαλλία
δώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλλός + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. κοράσιον, παιδίον].