στενόω
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
English (LSJ)
Ion. στεινόω, A straiten, confine, contract, αὐτήν (the trachea) Gal.18(2).949; τὴν γαστέρα Lib.Decl.31.20; = angusto, Dosith.p.435K.:—mostly in Pass., ἐς στενώτερον ἐστενωμέναι (prob. f.l. for συνηγμέναι) Hp.VM22; ὄρη τὰς διεξόδους ἐστένωται have their outlets narrow, Hdn.8.1.6; στεινούμενον αὐλαῖς . . ἄλσος, sc. by comparison, AP9.656.13; cf. στεγνόω 11.2: metaph., to be in difficulty, τοῖς στιχουργήμασι Sch.Lyc.324.
German (Pape)
[Seite 936] ion. στεινόω, verengen, eng machen, Liban.
Greek (Liddell-Scott)
στενόω: Ἰωνικ. στεινόω, στενὸν ποιῶ, περιορίζω, συστέλλω, στενώτερον Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17· τὰς διεξόδους ἐστένωται, ἔχει στενὰς ἐξόδους, Ἡρῳδ. 8. 1· στεινούμενον αὐλαῖς .. ἄλσος Ἀνθ. Π. 9. 656, 13· - μεταφορ., εὑρίσκομαι ἐν δυσκολίᾳ ἢ δυσχερείᾳ, Βυζ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
resserrer, rétrécir.
Étymologie: στενός.
Greek Monotonic
στενόω: Ιων. στεινόω, κάνω κάτι στενό, στενεύω, περιορίζω, συμμαζεύω· στην Παθ., σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
στενόω: ион. στεινόω стеснять, суживать: στενούμενός τινι Anth. стесненный чем-л.
Middle Liddell
to straiten:—in Pass., Anth.