κάλανδρος
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
English (LSJ)
ὁ, a kind of A lark, Dionys.Av.3.15.
German (Pape)
[Seite 1307] ὁ, dasselbe, Opp. Ix. 3, 15.
Greek Monolingual
ο (Α κάλανδρος)
είδος κορυδαλλού, καλάνδρα, γαλιάντρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται μάλλον για λ. προελληνικής προελεύσεως που εμφανίζει την κατάλ. -νδρος (πρβλ. κορία -νδρος, μαίαν-νδρος). Η λ. κάλανδρος που εξελίχθηκε στο νεοελλ. γαλιάντρα, μαρτυρείται και ως δάνειο στη λατ. με τη μορφή calandra (πρβλ. ιταλ. calandra, γαλλ. calandre)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: kind of lark (Dionys. Av. 3, 15).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: - Ending like τάρανδ(ρ)ος, Μαίανδρος; origin unknown. - From there Ital. calandro a lark (Meyer-Lübke Rom. et. Wb. No 1486). S. also W.-Hofmann s. caliandrum. No doubt either Pre-Greek or a loan from Anatolia.
Frisk Etymology German
κάλανδρος: {kálandros}
Grammar: m.
Meaning: Art Lerche (Dionys. Av. 3, 15).
Etymology: Ausgang wie in τάρανδ(ρ)ος, Μαίανδρος u. a.; Herkunft unbekannt. Pelasgische Erklärung bei v. Windekens Le Pélasgique 111ff. — Daraus ital. calandro Kalanderlerche, Feldlerche usw. (Meyer-Lübke Rom. et. Wb. No 1486). S. auch W.-Hofmann s. caliandrum.
Page 1,761