νεβρώδης

From LSJ
Revision as of 10:05, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht

Menander, Monostichoi, 274
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεβρώδης Medium diacritics: νεβρώδης Low diacritics: νεβρώδης Capitals: ΝΕΒΡΩΔΗΣ
Transliteration A: nebrṓdēs Transliteration B: nebrōdēs Transliteration C: nevrodis Beta Code: nebrw/dhs

English (LSJ)

ες, A fawn-like, of Dionysus, AP9.524.14.

German (Pape)

[Seite 235] ες, von der Art od. Gestalt eines Hirschkalbes. Auch Bacchus heißt so, Hymn. in Bacch. (IX, 524, 14), ekwa der die Hirschkälber liebt.

Greek (Liddell-Scott)

νεβρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς νεβρόν, ἐπὶ τοῦ Βάκχου, Ἀνθ. Π. 9. 524, 14.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
vêtu d’une peau de faon.
Étymologie: νεβρός, -ωδης.

Greek Monolingual

νεβρώδης, -ῶδες (Α) νεβρός
(επίθ. του Βάκχου) αυτός που μοιάζει με νεβρό, που φορεί δέρμα νεβρού.

Greek Monotonic

νεβρώδης: -ες (εἶδος), αυτός που έχει την όψη νεαρού ελαφιού· λέγεται για τον Βάκχο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

νεβρώδης: подобный оленю, т. е. одетый в оленью шкуру (Βάκχος Anth.).

Middle Liddell

νεβρ-ώδης, ες εἶδος
fawn-like, of Bacchus, Anth.