χλιδαίνομαι

From LSJ
Revision as of 08:05, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "s’" to "s'")

διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλῐδαίνομαι Medium diacritics: χλιδαίνομαι Low diacritics: χλιδαίνομαι Capitals: ΧΛΙΔΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: chlidaínomai Transliteration B: chlidainomai Transliteration C: chlidainomai Beta Code: xlidai/nomai

English (LSJ)

Pass., A to be luxurious, ἁβρότητι χλιδαίνεσθαι revel in luxury, lead a voluptuous, sensual life, X.Smp.8.8.

Greek (Liddell-Scott)

χλῐδαίνομαι: Παθ., εἶμαι τρυφηλός, θρύπτομαι, ἁβρότητι χλιδαίνεσθαι, διάγειν ἐν χλιδῇ, δηλ. τρυφῇ Ξεν. Συμπ. 8. 8.

French (Bailly abrégé)

s'abandonner à la mollesse.
Étymologie: χλιδή.

Greek Monolingual

Α χλιδανός
είμαι χλιδανός.

Greek Monotonic

χλῐδαίνομαι: Παθ. (χλιδή), ζω σε χλιδή, τρυφώ, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

χλῐδαίνομαι: предаваться наслаждениям, роскошествовать (ἁβρότητι χ. Xen.).

Middle Liddell

χλῐδαίνομαι, χλιδή
Pass. to be luxurious, revel, Xen.