Μαύσωλος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
v. Μαύσσωλλος.
Greek (Liddell-Scott)
Μαύσωλος: ὁ, βασιλεὺς τῆς Ἁλικαρνασσοῦ, ἀνὴρ τῆς Ἀρτεμισίας, Ἡρόδ. 5. 118· (ἕτερός τις μεταγενεστέρων χρόνων, Ξεν. Ἀγησ. 2. 26, Δημ. κτλ.)· - Μαυσώλειον, τό, ὁ ἐν Ἁλικαρνασσῷ μεγαλοπρεπὴς αὐτοῦ τάφος, οὗ τὰ λείψανα μετακομίσθησαν εἰς Ἀγγλίαν πρό τινων ἐτῶν καὶ ἐτέθησαν ἐν τῷ Βρετ. Μουσείῳ, Πλίν. 36. 4, 9, ὅρα Newton Halic. 2. σελ. 72 κἑξ.· ἐντεῦθεν ὡς προσηγορικόν, μαυσώλειον, μνημεῖον, Στράβ. 236· περὶ τοῦ τονισμοῦ τῆς λ. Μαυσώλειον, ἴδε Ἡρῳδιαν. σ. 375, 14.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Mausole, roi de Carie, époux d’Artémise.
Greek Monotonic
Μαύσωλος: ὁ, βασιλιάς της Αλικαρνασσού, σύζυγος της Αρτεμισίας, σε Ηρόδ.· Μαυσωλεῖον, τό, ο τάφος του στην Αλικαρνασσό, και ως προσηγορικό, μαυσωλείο, μεγαλοπρεπής τάφος, σε Στράβ.
Middle Liddell
Μαύσωλος, ὁ,
a king of Halicarnassus, husband of Artemisia, Hdt.
Wikipedia EN
Mausolus (Greek: Μαύσωλος or Μαύσσωλλος; Mauśoλ “very dear”) was a ruler of Caria (377–353 BC), nominally a satrap of the Achaemenid Empire. He enjoyed the status of king or dynast by virtue of the powerful position created by his father Hecatomnus (Carian: 𐊴𐊭𐊪𐊳𐊫 K̂tmño) who had succeeded the assassinated Persian Satrap Tissaphernes in the Carian satrapy and founded the hereditary dynasty of the Hecatomnids.
Russian (Dvoretsky)
Μαύσωλος, Μαύσσωλος, Μαύσσωλλος ὁ Мавсол
1) Старший, тиранн Галикарнаса, предводитель восставших против Дария, сына Гистаспа, карийцев Her.;
2) Младший, сын Гекатомна, тиранн Галикарнаса с 377 г. по 353 г. до н. э., которому его вдова Артемисия воздвигла великолепный памятник-гробницу - τὸ Μαυσώλειον Diod.