θραῦμα
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
ατος, τό, (θραύω) A fragment, A.Pers.425, IG7.3498.23 (Oropus, iii/ii B.C.), D.S.3.12. II breakage, Jul.Or.2.60a. III destruction, ἐχθρῶν LXXJu.13.5. IV metaph., θραύματ' ἐμοὶ κλύειν A.Ag.1166(lyr.). (Cf. θραῦσμα.)
German (Pape)
[Seite 1217] τό, = θραῦσμα, VLL., s. Lob. zu Soph. Ai. p. 322; Aesch. Ag. 1139, was den Geist bricht, wo man θαῦμα u. τραῦμα emendirt hat.
Greek (Liddell-Scott)
θραῦμα: τό, (θραύω) = θραῦσμα.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
c. θραῦσμα.
Greek Monolingual
θραῡμα, τὸ (Α) θραύω
1. θραύσμα
2. αποζημίωση για σπάσιμο
3. καταστροφή.
Greek Monotonic
θραῦμα: -ατος, τό (θραύω), = θραῦσμα.
Russian (Dvoretsky)
θραῦμα: τό Aesch., Plut. = θραῦσμα.