μεγαλομέρεια

From LSJ
Revision as of 09:53, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλομέρεια Medium diacritics: μεγαλομέρεια Low diacritics: μεγαλομέρεια Capitals: ΜΕΓΑΛΟΜΕΡΕΙΑ
Transliteration A: megaloméreia Transliteration B: megalomereia Transliteration C: megalomereia Beta Code: megalome/reia

English (LSJ)

ἡ, A largeness of parts, opp. μικρομέρεια, Arist.Metaph.989a6, Thphr.Ign.45. II generally, largeness of scale, great size, μ. καὶ δύναμις Plb.1.26.9; τόπου IG9(2).1109.77 (Coropa). III lavishness, munificence, OGI 168.58 (Syene, ii B. C.), Sammelb.4321.4 (ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 106] ἡ, das Bestehen aus großen Theilen, d. i. die Größe, Arist. metaph. 1, 8, 4; später auch μεγαλομερία.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλομέρεια: ἡ, μέγεθος μερῶν, ἀντίθετ. τῷ μικρομέρεια, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 8, 4, Θεοφρ. π. Πυρ. 45· φέρεται δὲ μεγαμερία ἐν Πολυβ. 1. 26, 9.

Greek Monolingual

μεγαλομέρεια, ἡ (Α) μεγαλομερής
1. το να αποτελείται κάτι από μεγάλο μέγεθος μερών
2. μεγάλο μέγεθος
3. μεγαλοδωρία, γενναιοδωρία.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλομέρεια:сложенность из крупных элементов, большие размеры составных частей Arst.