χηνοβωτία
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
ἡ, A = χηνοβοσία, Pl.Plt.264c (pl.).
German (Pape)
[Seite 1353] ἡ, = χηνοβοσκία, Plat. Polit. 264 c; vgl. auch χηνοβοσία u. Lob. a. a. O.
Greek (Liddell-Scott)
χηνοβωτία: ἡ, ἴδε ἐν λ. χηνοβοσία.
Greek Monolingual
και χηνοβοτία, ἡ, Α
η χηνοτροφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + -βοτία / -βωτία (< -βότης/-βώτης < βόσκω), πρβλ. γερανο-βωτία, ὀρφο-βοτία].
Russian (Dvoretsky)
χηνοβωτία: ἡ разведение гусей Plat.