δακτυλήθρα

From LSJ
Revision as of 10:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")

οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακτῠλήθρα Medium diacritics: δακτυλήθρα Low diacritics: δακτυλήθρα Capitals: ΔΑΚΤΥΛΗΘΡΑ
Transliteration A: daktylḗthra Transliteration B: daktylēthra Transliteration C: daktylithra Beta Code: daktulh/qra

English (LSJ)

ἡ, (δάκτυλος) A finger-sheath, X.Cyr.8.8.17, Clearch. 21; thumb-screw, LXX 4 Ma.8.13.

German (Pape)

[Seite 520] ἡ, 1) Handschuh, Xen. Cyr. 8, 8, 9; Ath. I, 6 d. – 2) ein Marterwerkzeug, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

δακτῠλήθρα: ἡ, (δάκτυλος) θήκη διὰ τὸν δάκτυλον, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 17, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 6D· εἶδος βασανιστικοῦ ὀργάνου, Ἰώσηπ. Μακκ. 8. 12, Συνέσ. Ἐπ. 58.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
gant.
Étymologie: δάκτυλος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 dedil περὶ ἄκραις ταῖς χερσὶ ... δακτυλήθρας ἔχουσιν X.Cyr.8.8.17, δακτυλήθρας ἔχων ἐσθίειν λέγεται τὸ ὄψον Clearch.54, cf. Hdn.Epim.225, Simp.in Cat.238.29, Eust.927.57.
2 n. de un instrumento de tortura para los dedos, empulguera τροχούς τε καὶ ἀρθρέμβολα ... τήγανά τε καὶ δακτυλήθρας LXX 4Ma.8.13, ἄτοπα κολαστηρίων καὶ γένη ... δακτυλήθραν καὶ ποδοστράβην Synes.Ep.42.

Greek Monolingual

η
βλ. δαχτυλήθρα.

Greek Monotonic

δακτῠλήθρα: ἡ (δάκτυλος), προστατευτικό του δακτύλου, εξάρτημα για προστασία δαχτύλου ράφτη ή μοδίστρας, δαχτυλήθρα (ό,τι και στη Ν.Ε.), σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δακτυλήθρα -ας, ἡ [δάκτυλος] handschoen.

Russian (Dvoretsky)

δακτῠλήθρα:рукавица, перчатка Xen.

Middle Liddell

δάκτυλος
a finger-sheath, Xen.