σιτουργός

From LSJ
Revision as of 10:58, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτουργός Medium diacritics: σιτουργός Low diacritics: σιτουργός Capitals: ΣΙΤΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: sitourgós Transliteration B: sitourgos Transliteration C: sitourgos Beta Code: sitourgo/s

English (LSJ)

όν,= σιτοποιός, Pl.Plt.267e.

German (Pape)

[Seite 886] = σιτοποιός; Plat. Polit. 267 e; μύλη, Polyaen. 3, 10, 10.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτουργός: -όν, (*ἔργω) = σιτοποιός, Πλάτ. Πολιτικ. 267Ε.

Greek Monolingual

-όν, Α
σιτοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μαχαιρ-ουργός].

Greek Monotonic

σῑτουργός: -όν (*ἔργω), = σιτοποιός, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

σῑτουργός:хлебопек, булочник Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτουργός -οῦ, ὁ [σῖτος, ἔργον] graanbewerkers.

Middle Liddell

σῑτ-ουργός, όν [*ἔργω = σιτοποιός, Plat.]