διαδύω

From LSJ
Revision as of 11:25, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440

Greek (Liddell-Scott)

διαδύω: ἴδε διαδύνω.

French (Bailly abrégé)

Act. seul. prés. et ao.2 διέδυν;
d'ord. au Moy. διαδύομαι.

Greek Monolingual

διαδύω και διαδύνω (AM)
χώνομαι, διεισδύω, τρυπώνω μέσα από κάποιο άνοιγμα κάπου
αρχ.
1. διέρχομαι διά μέσου
2. διαφεύγω, υπεκφεύγω, αποφεύγω
3. εξέρχομαι από τις δυσχέρειες.