λωτοφάγος

From LSJ
Revision as of 11:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se nourrit des fruits du lotus, càd de jujube ; οἱ Λωτοφάγοι les Lotophages, peuple de Cyrénaïque, sur la côte d'Afrique.
Étymologie: λωτός, φαγεῖν.

Greek Monolingual

ο (Α λωτοφάγος, -ον)
1. αυτός που τρέφεται με λωτούς
2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Λωτοφάγοι
αρχαίος μυθικός ειρηνικός και φιλόξενος λαός που κατοικούσε στις ακτές της βόρειας Αφρικής, κάπου στην περιοχή της Κυρηναϊκής, και είχε ως κύρια ή μοναδική τροφή του τους καρπούς του δένδρου λωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λωτός + -φάγος (< θ. φαγ- πρβλ. -φαγ-ον, αόρ. του ἐσθίω)].