σταδιαῖος

From LSJ
Revision as of 12:25, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰδιαῖος Medium diacritics: σταδιαῖος Low diacritics: σταδιαίος Capitals: ΣΤΑΔΙΑΙΟΣ
Transliteration A: stadiaîos Transliteration B: stadiaios Transliteration C: stadiaios Beta Code: stadiai=os

English (LSJ)

α, ον, (στάδιον) a stade long, deep, or high, σταδιαῖον βάθος Plb. 34.11.14; ὁ σταδιαῖος δρόμος D.H.7.73; πυραμίδες σταδιαῖαι τὸ ὕψος D.S.1.52; διφθέραι σταδιαῖαι τοῖς μεγέθεσιν = hides fastened together so as to cover a place an entire stadium in extent Ath.12.539c:—v. σταδαῖος.

German (Pape)

[Seite 926] das Maaß eines Stadion habend; βάθος, Pol. 34, 11, 14; τόπος, Apolld. 3, 9, 1; a. Sp. – Bei Themist. auch = σταδαῖος.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰδιαῖος: -α, -ον, (στάδιον) ὁ ἔχων μῆκος, πλάτοςὕψος ἐνὸς σταδίου, στ. βάθος Πολύβ. 34. 11, 14˙ ὁ στ. δρόμος Διον. Ἁλ. 7. 73˙ πυραμίδες σταδιαῖαι τὸ ὕψος Διόδ. 1. 52˙ διφθέραι στ. τοῖς μεγέθεσιν Ἀθήν. 539C.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de l’étendue (longueur, largeur, etc.) d'un stade.
Étymologie: στάδιον.

Greek Monolingual

-αία, -ον, ΜΑ
αυτός που έχει μήκος, πλάτος ή ύψος ενός σταδίου (α. «τὸ τῆς ἡλικίας σταδιαῖον», Νικ. Χων.
β. «καθ' οὗ βάθος εἶναι τὸ μέχρι θαλάττης σταδιαῖον», Πολ.
γ. «πυραμίδες σταδιαῖαι τὸ ὕψος», Διόδ.
δ. «σταδιαῖος δρόμος», Δίον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάδιον + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. σταγον-ιαῖος)].

Russian (Dvoretsky)

στᾰδιαῖος: размером в один стадий (βάθος Polyb.): σ. τὸ ὕψος Diod. имеющий один стадий в вышину.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταδιαῖος -α -ον [στάδιον] alleen in. μάχη σταδιαία gevecht van man tegen man (in het gelid) Luc. 33.40.