ἀλκαία
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
English (LSJ)
ἡ A tail, especially of lion, Ael.NA5.39, Sch.A.R.4.1614; generally, Com.ib.cit., Call.Fr.317, Opp.H.5.264. II vervain mallow, Malva moschata, Dsc.3.1476:—also ἀλκαῖον, τό, Hsch.
German (Pape)
[Seite 99] ἡ, der Schweif des Löwen (Schol. Nic. Th. 123 κυρίως τοῦ λέοντος οὐρὰ ἀλκαία καλεῖται, ὅτι δι' αὐτῆς ἑαυτὸν ἐγείρει εἰς τὴν ἀλκήν), Ael. H. A. 5, 39. 16, 10. Bei Ap. Rh. 4, 1613 u. Nic. Th. 123 steht jetzt ὁλκαίη. Allgemeiner soll es Callim. frg. 317 gebraucht haben. Eigtl. fem. von
Greek (Liddell-Scott)
ἀλκαία: ἡ, ἡ οὐρὰ τοῦ λέοντος, Αἰλ. περὶ Ζ. 5. 39., Ὀππ. Ἁ. 5. 264· πρβλ. ὁλκαία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
queue d'un animal robuste.
Étymologie: ἀλκαῖος.
Greek Monolingual
ἀλκαία, η (AM)
ουρά ζώου και ειδικότερα του λιονταριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του επιθ. ἀλκαίος «δυνατός, ισχυρός» (< ἀλκή), που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό].