παγκρατιαστής

From LSJ
Revision as of 14:20, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παγκρᾰτιαστής Medium diacritics: παγκρατιαστής Low diacritics: παγκρατιαστής Capitals: ΠΑΓΚΡΑΤΙΑΣΤΗΣ
Transliteration A: pankratiastḗs Transliteration B: pankratiastēs Transliteration C: pagkratiastis Beta Code: pagkratiasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, one who practises the παγκράτιον, Pl.R.338c, Euthd.271c, IG5(1).669 (Sparta), etc.; ἀνὴρ π. SIG1073.14 (Olympia, ii A. D.); παῖς π. IG12.846.13; title of plays by Alexis, Philemon, etc.

German (Pape)

[Seite 436] ὁ, der im Pankration kämpft, der Pankratiast; Plat. Rep. I, 338 e Legg. VIII, 380 a u. Folgde, wie Pol. 28, 16, 4, Plut. – Titel von Comödien des Alexis, Philemon u. Theophilus. Davon

Greek (Liddell-Scott)

παγκρᾰτιαστής: -οῦ, ὁ, ὁ διαγωνιζόμενος τὸ παγκράτιον, Πλάτ. Πολ. 338C, Εὐθύδ. 271C· ἐπιγραφὴ κωμῳδιῶν τοῦ Ἀλέξιδος, Φιλήμονος, κλπ., συχν. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ., ὡς 1428, 1969, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui lutte ou s'exerce au pancrace.
Étymologie: παγκρατιάζω.

Greek Monolingual

παγκρατιαστής (Α) παγκρατιάζω
αθλητής του παγκρατίου («παγκρατιασταί
ἀθληταὶ πύκται)
αρχ.
ως κύριο όν. Παγκρατιαστής
τίτλος κωμωδιών του Αλέξιδος και του Φιλήμονος.

Greek Monotonic

παγκρᾰτιαστής: -οῦ, ὁ, αυτός που αγωνίζεται στο παγκράτιον, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παγκρατιαστής -οῦ, ὁ [παγκρατιάζω] beoefenaar van het pankration, pankratiast.

Russian (Dvoretsky)

παγκρᾰτιαστής: οῦ ὁ панкратиаст, занимающийся всеборьем Plat., Plut.

Middle Liddell

παγκρᾰτιαστής, οῦ, ὁ, [from παγκρᾰτιάζω]
one who practises the παγκράτιον, Plat.