παράλιμνος
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
ον, lying by lakes or marshes, Plu.2.951f.
German (Pape)
[Seite 487] an Seen, Teichen, Sümpfen befindlich, Plut. pr. frig. 16.
Greek (Liddell-Scott)
παράλιμνος: -ον, ὁ κείμενος πλησίον λίμνης, Πλούτ. 2. 951Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
voisin d'un lac.
Étymologie: παρά, λίμνη.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που βρίσκεται δίπλα σε λίμνη, παραλίμνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + λίμνη (πρβλ. εύλιμνος)].
Russian (Dvoretsky)
παράλιμνος: находящийся у болота или на болоте (τῶν τόπων τὰ παράλιμνα Plut.).