πεντάγωνος
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
ον, pentagonal, Arist.Fr.310; ἀριθμός, βάσις, Nicom. Ar.2.10,13: πεντάγωνον, τό, pentagon, Plu.2.1003d, Gal.5.67.
German (Pape)
[Seite 555] fünfeckig; Ath. VII, 294 d; Plut. u. Mathem.
Greek (Liddell-Scott)
πεντάγωνος: -ον, ὁ ἐκ πέντε γωνιῶν συγκείμενος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 293· πεντάγωνον, τό, σχῆμα ἔχον πέντε γωνίας, Πλούτ. 2. 1003D· ― πεντᾰγωνικός, ή, όν, Νικομ. Ἀριθμ. σ. 120.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a cinq angles ; τὸ πεντάγωνον PLUT le pentagone, figure de géométrie.
Étymologie: πέντε, γωνία.
Greek Monolingual
-η, -ο / πεντάγωνος, -ον, ΝΑ
1. (για σχήμα) αυτός που αποτελείται από πέντε γωνίες και από πέντε πλευρές
2. το ουδ. ως ουσ. το πεντάγωνο
μαθημ. επίπεδο πολύγωνο που έχει πέντε γωνίες και επομένως πέντε πλευρές
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. α) άνθος με πέντε καρπόφυλλα
β) μεγάλο δημόσιο κτήριο στην Ουάσινγκτον, όπου στεγάζονται όλες οι υπηρεσίες του αμερικανικού Υπουργείου Εθνικής 'Αμυνας
γ) το ελληνικό κτηριακό συγκρότημα στον Χολαργό της Αθήνας όπου στεγάζονται το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας, τα γενικά επιτελεία τών τριών κλάδων τών ενόπλων δυνάμεων, καθώς και διάφορες υπηρεσίες τους που έρχονται σε επαφή με το κοινό
2. φρ. «κανονικό πεντάγωνο» — πεντάγωνο του οποίου οι γωνίες και οι πλευρές είναι ίσες μεταξύ τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -γωνος (< γωνία), πρβλ. εξά-γωνος].
Russian (Dvoretsky)
πεντάγωνος: (ᾰ) пятиугольный Arst.