περίπου

From LSJ
Revision as of 14:55, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίπου Medium diacritics: περίπου Low diacritics: περίπου Capitals: ΠΕΡΙΠΟΥ
Transliteration A: perípou Transliteration B: peripou Transliteration C: peripou Beta Code: peri/pou

English (LSJ)

or divisim περί που, about, ἔτη γεγονὼς περίπου ἑκκαίδεκα Hdn.5.7.4, cf. 7.5.2, Paul.Aeg.4.1, etc.

German (Pape)

[Seite 589] adv. statt περί που, ungefähr, etwa, circa, circiter.

Greek (Liddell-Scott)

περίπου: Ἐπίρρ. ἀντὶ περί που, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς, «ἐπάνω κάτω», Λατ. circa, circiter, ἔτη γεγονὼς περίπου ἑκκαίδεκα Ἡρῳδιαν. 5. 7, πρβλ. 7. 5, Ἰώσηπ. ― Ἐπὶ τοπικῆς σημασίας πάντοτε διῃρημένως, ὡς, περί που τὰς ὑπωρείας τῆς Ἴδης Εὐστ. 1204, 50, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Κριτικὰς καὶ Γραμματικὰς Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄, σ. 11.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
επίρρ. κατά προσέγγιση, σχεδόν, πάνω κάτωπερίπου δέκα κιλά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φρ. περί που].