περισυνάγω
From LSJ
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
gloss on ἀφροίζω, Sch.E.Hec.1139:—Pass., gloss on ἀμφαγέρονται, Sch.Opp.H.3.231; περισυνηγμένων collected from all round, gloss on παντοδαπῶν, Sch.Them.Or.16.201a.
Greek (Liddell-Scott)
περισυνάγω: συνάγω τι πέριξ τινὸς ἢ συνάγω πανταχόθεν εἰς ἓν μέρος, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 2. 231, Ἐπιφάν., κλπ.
Greek Monolingual
ΜΑ συνάγω
1. συγκεντρώνω κάτι γύρω από κάτι άλλο ή από κάποιον
2. συγκεντρώνω διασκορπισμένα μέρη ενός συνόλου, συναθροίζω από παντού σε ένα μέρος, περισυλλέγω, συμμαζεύω.