πολύομβρος
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
ον, very rainy, Cat.Cod.Astr.4.87; gloss on ἀνομβρήεις, Sch.Nic.Al. 288.
German (Pape)
[Seite 667] sehr regnig, Schol. Nic. Al. 288.
Greek (Liddell-Scott)
πολύομβρος: -ον, πολὺ βροχερός, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 288.
Greek Monolingual
-ον, Α
πολύ βροχερός, πλούσιος σε βροχοπτώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ὄμβρος (Ι) «βροχή» (πρβλ. άν-ομβρος, φίλ-ομβρος)].