πολυπόρευτος

From LSJ
Revision as of 15:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠπόρευτος Medium diacritics: πολυπόρευτος Low diacritics: πολυπόρευτος Capitals: ΠΟΛΥΠΟΡΕΥΤΟΣ
Transliteration A: polypóreutos Transliteration B: polyporeutos Transliteration C: polyporeftos Beta Code: polupo/reutos

English (LSJ)

ον, much-travelled, Hsch. s.v. πολύστιπτος, Phot. s.v. πολυστείνοις.

German (Pape)

[Seite 669] viel gegangen, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠπόρευτος: -ον, ὁ ὑπὸ πολλῶν διατρεχόμενος, πατούμενος πολυπάτητος, Ἡσύχ. ἐν λ. πολύστιπτος.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
αυτός από τον οποίο περνούν πολλοί, πολυσύχναστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πορευτός (< πορεύω), πρβλ. μακρο-πόρευτος].