προσπλωτός

From LSJ
Revision as of 16:30, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπλωτός Medium diacritics: προσπλωτός Low diacritics: προσπλωτός Capitals: ΠΡΟΣΠΛΩΤΟΣ
Transliteration A: prosplōtós Transliteration B: prosplōtos Transliteration C: prosplotos Beta Code: prosplwto/s

English (LSJ)

ή, όν, accessible from the sea, i.e. navigable, ποταμοὶ π. ἀπὸ θαλάσσης Hdt.4.47, cf. 71.

Greek (Liddell-Scott)

προσπλωτός: -ή, -όν, εὐπρόσιτος ἐκ τῆς θαλάσσης, δηλ. πλωτός, ποταμοὶ πρ. ἀπὸ θαλάσσης Ἡρόδ. 4. 47, πρβλ. 71.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
accessible aux navires.
Étymologie: adj. verb. de προσπλώω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α προσπλώω
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να πλεύσει από τη θάλασσα, πλωτός, πλόιμος («ποταμοὶ ὅσοι... προσπλωτοὶ ἀπὸ θαλάσσης», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

προσπλωτός: -ή, -όν, προσβάσιμος από τη θάλασσα, δηλ. πλωτός, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

προσπλωτός: [adj. verb. к προσπλώω доступный для кораблей, судоходный: ἐς ὃ ὁ Βορυσθένης ἐστὶ π. Her. (место), до которого Борисфен судоходен.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσπλωτός -ή -όν [προσπλέω] bevaarbaar.

Middle Liddell

προσ-πλωτός, ή, όν
accessible from the sea, i. e. navigable, Hdt.