προσόχθισμα
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ατος, τό, object of wrath, offence, ib.4 Ki.23.13; προσοχθίσματι προσοχθιεῖς ib.De.7.26.
German (Pape)
[Seite 775] τό, Unwille worüber, Abscheu, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσόχθισμα: τό, = βδέλυγμα, Ἑβδ. (Δευτερ. Ζ΄, 26, Βασιλ. Γ΄, κεφ. ΙϚ΄, 32, αὐτόθι Δ΄, κεφ. ΚΓ΄, 13 καὶ ἀλλ.)· «προσοχθίσματα ἡ γραφὴ καλεῖ τὰ εἴδωλα» Σουΐδ.: -ισμός, ὁ, «πρόσκρουσις, δεινοπάθεια, πάθος γνώμης, συμπάθεια», Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ίσματος, τὸ, ΜΑ προσοχθίζω
αντικείμενο βδελυγμού.