πτύσις
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
[ῠ], εως, ἡ, spitting, αἵματος Hp.Aph.3.29 (pl.), Arist.Ph. 243b13, etc.
German (Pape)
[Seite 812] ἡ, das Spucken, Anspucken, Hippocr. u. a. Sp.; auch der Speichel, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
πτύσις: [ῠ], ἡ, (πτύω) τὸ πτύειν, αἵματος Ἱππ. Ἀφ. 1248, Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, 5, κτλ. 2) = πτύσμα, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 3, 8.
Greek Monolingual
-εως, ἡ, Α πτύω
απόπτυση, φτύσιμο.
Russian (Dvoretsky)
πτύσις: εως (ῠ) ἡ
1) плевание, выплевывание Arst.;
2) (выплевываемая) слюна Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πτύσις -εως, ἡ [πτύω] het spugen:. αἵματος πτύσιες bloedspuwingen Hp. Aph. 3.29.