πύργωμα
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
English (LSJ)
ατος, τό, that which is furnished with towers, fenced city, Orac. ap. Hdt.7.140 (pl.), E.Ph.287: pl., fenced walls, A.Th.30,251,469, E.Cyc.115, Hel. 51.
German (Pape)
[Seite 821] τό, das Gethürmte, der Thurm; Aesch. Spt. 30. 233. 451; ἑπτάστομον πύργωμα Θηβαίας χθονός, Eur. Phoen. 294, u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
πύργωμα: τό, τὸ ἐφωδιασμένον μὲ πύργους, πόλις τετειχισμένη καὶ ὠχυρωμένη διὰ πύργων, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 140, Εὐρ. Φοίν. 287· - ἐν τῷ πληθ., τείχη ἔχοντα πύργους, Αἰσχύλ. Θήβ. 33. 251, 469, Εὐρ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
ouvrage en forme de fortification.
Étymologie: πυργόω.
Greek Monolingual
το, ΝΑ πυργῶ
1. καθετί το εφοδιασμένο με πύργους και, ιδίως, πόλη φραγμένη και οχυρωμένη με πύργους («ἐπτάστομον πύργωμα Θηβαίας πόλεως», Ευρ.)
2. στον πληθ. τα πυργώματα
τείχη με πύργους («Ἰλίου πυργώματα», Ευρ.).
Greek Monotonic
πύργωμα: -ατος, τό (πυργόω), αυτός που εφοδιάζεται με πύργους, οχυρωμένη, τειχισμένη πόλη, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., Ευρ.· στον πληθ., τείχη που έχουν πύργους, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πύργωμα: ατος τό воен. укрепление, твердыня Her., Aesch., Eur.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πύργωμα -ατος, τό [πυργόω] met torens of een muur versterkte stad, vesting, plur. (stads-, vesting-)muren.
Middle Liddell
πύργωμα, ατος, τό, πυργόω
that which is furnished with towers, a fenced city, Orac. ap. Hdt., Eur.:—in pl. fenced walls, Aesch., Eur.