σκοτωδία
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
ἡ, darkness, Nicom. ap. Phot.Bibl.p.143 B., Theol.Ar. 6.
German (Pape)
[Seite 906] ἡ, das Finstersein, die Finsterniß; καὶ ἀλαμπία, Theolog. ar. 1, 6; Phot. bibl.
Greek (Liddell-Scott)
σκοτωδία: ἡ, σκοτώδης κατάστασις, «σκοτάδι», Φωτ. Βιβλ. 143. 28, Θεολ. Ἀριθμ. 6.
Greek Monolingual
ἡ, Α σκοτώδης
σκοτεινότητα, σκοτάδι.