σοῦς

From LSJ
Revision as of 18:09, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ἡ δὲ παράκαιρος ἡδονὴ τίκτει βλάβην → Tempestiva aliqua ni voluptas sit, nocet → Die Lust zur falschen Zeit gebiert nur Schadensfrust

Menander, Monostichoi, 217
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σοῦς Medium diacritics: σοῦς Low diacritics: σούς Capitals: ΣΟΥΣ
Transliteration A: soûs Transliteration B: sous Transliteration C: soys Beta Code: sou=s

English (LSJ)

ὁ, upward motion, a Democritean term, Arist.Cael.313b5; Lacon. for ἡ ταχεῖα ὁρμή, acc. to Pl.Cra.412b. (From Σόϝος, cf. σεύω, σοῦμαι.)

German (Pape)

[Seite 913] ὁ, zsgzgn statt σόος, ὁ, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

σοῦς: ὁ, κίνησις, ὁρμὴ πρὸς τὰ ἄνω, ὅρος τοῦ Δημοκρίτου, Ἀριστ. π. Οὐραν. 4.6,31· Λακωνικ. ἀντὶ τοῦ ἡ ταχεῖα ὁρμή, κατὰ τὸν Πλάτ. ἐν Κρατ. 412Β·―παρ’ Ἡσυχ. σοῦσις, εως, ἡ. (Συγγενὲς τῇ √ΣΥ, σεύω, σοῦμαι).

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. (ως όρος του Δημοκρίτου) η προς τα επάνω κίνηση
2. (στους Λάκωνες) η ταχεία ορμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα σόF- της ρίζας seF- του ρ. σεύω / -ομαι «ρίχνω, ορμώ, σπεύδω» (βλ. και λ. σεύω)].

Russian (Dvoretsky)

σοῦς: σοῦ стяж. = * σόος II.