στεροπηγερέτα
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
ὁ, Ep. for Στεροπηγερέτης, either (from ἀγείρω, so Hsch., cf. ἀστεροπαγερέτας, νεφεληγερέτα), he who gathers the lightning, or (from ἐγείρω), who rouses the lightning, Ζεύς Il.16.298, Nonn.D.8.370; Διὸς -έταο Q.S.2.164. [ᾰ in nom., except by position.]
German (Pape)
[Seite 938] ὁ, statt στεροπηγερέτης, der Blitzeversammler, od. nach Andern von ἐγείρω, der Blitzaufreger, der den Blitz weckt, Il. 16, 298 u. sp. D., wie Qu. Sm. 2, 164, Nonn. D. 8, 246. – [Α, an sich kurz, wird durch Position lang.]
Greek (Liddell-Scott)
στεροπηγερέτα: ὁ, Ἐπικ. ἀντὶ στεροπηγερέτης. ἢ (ἐκ τοῦ ἀγείρω, πρβλ. νεφεληγερέτα), ὁ συνάγων ἀστραπὰς ἢ (ἐκ τοῦ ἐγείρω) ὁ ἐξεγείρων τὴν ἀστραπήν, Ζεὺς Ἰλ. Π. 298, Κόϊντ. Σμ. 2. 164, Ἡσύχ. [ᾰ, εἰ μὴ θέσει μακρόν].
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
l’assembleur d'éclairs.
Étymologie: στεροπή, ἀγείρω.
Par. νεφεληγερέτα.
English (Autenrieth)
(if from ἐγείρω) waker of lightning, (if from ἀγείρω) gatherer of lightning, lightning-compeller, Il. 16.298†.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(επικ. τ.) αυτός που συγκεντρώνει τις αστραπές ή αυτός που βάζει σε ενέργεια τις αστραπές («στεροπηγερέτα Ζευς», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι συνθ. με α' συνθετικό το ουσ. στεροπή «αστραπή» και β' συνθετικό είτε το ρ. ἀγείρω (πρβλ. νεφελ-ηγερέτα) είτε το ρ. ἐγείρω. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Για τους επικούς τ. ονομαστικής σε -ă βλ. λ. νεφεληγερέτα.
Greek Monotonic
στεροπηγερέτα: ὁ, Επικ. αντί στεροπηγερέτης, είτε (από ἀγείρω, πρβλ. νεφεληγερέτα), αυτός που συναθροίζει, συνάζει την αστραπή, είτε (από ἐγείρω), αυτός που εγείρει, που προκαλεί την αστραπή, σε Ομήρ. Ιλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στεροπηγερέτα, ὁ [στεροπή, ἀγείρω of ἐγείρω] verzamelaar van bliksemschichten of opwekker van bliksem, bliksemslingeraar, epithet van Zeus.
Russian (Dvoretsky)
στεροπηγερέτα: ὁ ἐγείρω молниеметатель, по по друг. ἀγείρω молниесобиратель (эпитет Зевса Hom.).