συναφομοιόω
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
make quite like, ἑαυτὸν ἅπασιν Plu.2.52e, cf. 51d, Antig.Mir.25.
Greek (Liddell-Scott)
συναφομοιόω: ποιῶ τι ἐντελῶς ὅμοιον πρός τι, ἑαυτόν τινι Πλούτ. 2. 52Ε, πρβλ. 51D.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
rendre entièrement semblable à, τινι.
Étymologie: σύν, ἀφομοιόω.
Russian (Dvoretsky)
συναφομοιόω: одновременно делать схожим, уподоблять (συναφομοιοῦσθαί τινι Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-αφομοιόω helemaal gelijk maken aan, met acc. en dat.