ἀφομοιόω

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφομοιόω Medium diacritics: ἀφομοιόω Low diacritics: αφομοιόω Capitals: ΑΦΟΜΟΙΟΩ
Transliteration A: aphomoióō Transliteration B: aphomoioō Transliteration C: afomoioo Beta Code: a)fomoio/w

English (LSJ)

A make like, τινί τι X.Eq.9.9; τοῖς γράμμασι τὰ ἔργα Pl.Cra.427c; μαινομένοις.. ἀ. αὑτούς Id.R.396a; [τῶν θεῶν] τὰ εἴδη ἑαυτοῖς ἀ. οἱ ἄνθρωποι Arist. Pol.1252b27:—also in Med. or Pass., become like or be made like, τινί Pl. R.396b, al.; πρός τι Id.Sph.240a, etc.
II compare, τινί τι Id.R.517b, 564b.
III c. acc. rei, portray, of painters, X.Mem.3.10.2: abs., make a copy, Pl.Cra.424d.

Spanish (DGE)

I tr. en v. act.
1 hacer semejante, asemejar c. ac. y dat. ἀφομοιῶν τοῖς γράμμασι τὰ ἔργα Pl.Cra.427c, οὐδὲ μαινομένοις ... ἀφομοιοῦν αὐτούς Pl.R.396a, cf. X.Eq.9.9, τὰ εἴδη ἑαυτοῖς ἀφομοιοῦσιν οἱ ἄνθρωποι Arist.Pol.1252b27, ὁποίῳ ... ἀφομοιοῦμεν εἰκάσματι τὰς ἐπιθυμίας D.Chr.5.4, ᾧ (Αὐγούστῳ) καὶ τὴν ἡλικίαν τὴν ἑαυτοῦ ἀφωμοίου D.C.79.1.3
c. ac. y rég. prep. πρὸς τὸ καλὸν καὶ φιλάνθρωπον ἀφομοιοῦντας ἑαυτούς Plu.2.781a, πρὸς τὸ παράδειγμα αὐτὸ ἐβουλήθη ἀφομοιῶσαι Plot.5.8.8
en v. pas. τὸ πρὸς τἀληθινὸν ἀφωμοιωμένον lo hecho a semejanza de la verdad Pl.Sph.240a, ἀφωμοιωμένος ... τῷ Ὑιῷ Ep.Heb.7.3.
2 comparar τὴν ... ἕδραν τῇ τοῦ δεσμωτηρίου οἰκήσει ἀφομοιοῦντα Pl.R.517b, τοὺς δὲ τοὐναντίον ἀφωμοίου τοῖς Ἀττικοῖς τετραδράχμοις D.L.7.18, cf. Iambl.Myst.3.10.
3 copiar, retratar c. ac. de cosa τά γε καλὰ εἴδη ἀφομοιοῦντες cuando copian tipos de belleza X.Mem.3.10.2
abs. ὥσπερ οἱ ζωγράφοι βουλόμενοι ἀφομοιοῦν Pl.Cra.424d.
II intr. en v. med.-pas.
1 asemejarse c. dat. οἷς (ζῴοις) ἀφωμοιώθησαν D.S.1.86, αἷς ... πέτραις ἀφομοιούμενοι (πολύποδες) los pulpos se mimetizan con las piedras D.P.Au.1.11, τῷ ὅλῳ δυνάμενον ἀφομοιοῦσθαι οὗ καὶ τὰ μέρη ὅλα ἐστίν Procl.Inst.67, cf. Plot.3.2.14, Epiph.Const.Haer.66.88.
2 imitar c. dat. ἀλλ' ἀπείρηται αὐτοῖς ... μήτε μαινομένοις ἀφομοιοῦσθαι Pl.R.396b.

German (Pape)

[Seite 413] 1) ähnlich machen, nachbilden, von Malern, Plat. Crat. 424 c; τοῖς γράμμασι τὰ ἔργα 427 c; Xen. Mem. 3, 10, 2; τὸν βίον πρὸς τὰς ἀρετάς Plut. Timol. praef. – 2) vergleichen, τί τινι Plat. Rep. VIII, 564 a. – Pass., ähnlich werden, ähnlich sein, τινί Plat. u. A.; πρός τι, nach etwas gebildet werden, z. B. τὸ πρὸς ἀληθινὸν ἀφωμοιωμένον Plat. Soph. 240 a.

French (Bailly abrégé)

ἀφομοιῶ :
impf. ἀφωμοίουν;
Pass. ao. ἀφωμοιώθην, pf. ἀφωμοίωμαι;
1 rendre semblable ou rendre conforme;
2 faire à l'imitation de, reproduire, copier (un portrait, etc.);
NT: ressembler à ; être comme.
Étymologie: ἀπό, ὁμοιόω, ὅμοιος.

Russian (Dvoretsky)

ἀφομοιόω:
1 делать подобным, уподоблять, приспособлять (τινα или τί τινι Xen., Plat., Arst. и πρός τινα и τι Plat., Plut.);
2 сопоставлять, сравнивать (τινί τι Plat.);
3 воспроизводить, изображать (καλὰ εἴδη Xen.; ὄστρεον Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀφομοιόω: μέλλ. -ώσω, κάμνω τι ὅμοιον πρὸς ἄλλο, ἀφομοιώνω, τινί τι Πλάτ. Κρατ. 427C, Ξεν. Ἱππ. 9. 9· τοῖς μαινομένοις... ἀφ. αὐτοὺς Πλάτ. Πολ. 396Α· τὰ [τῶν θεῶν] εἴδη ἑαυτοῖς ἀφ. οἱ ἄνθρωποι Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 2, 7: - οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. ἢ παθ., εἶμαι ἢ γίνομαι ὅμοιος πρός τινα, τινι Πλάτ. Πολ. 396Β, κ. ἀλλ.· πρός τι ὁ αὐτ. Σοφ. 240Α. ΙΙ. συγκρίνω, τινί τι ὁ αὐτ. Πολ. 571Β, 564Α. ΙΙΙ. μετὰ μόνης αἰτιατ. πράγμ., ἀπεικονίζω, ἀντιγράφω, ἀπομιμοῦμαι, ἐπὶ ζωγράφων, ὁ αὐτ. Κρατ. 424D, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 2.

English (Strong)

from ἀπό and ὁμοιόω; to assimilate closely: make like.

English (Thayer)

ἀφομοιῶ: (perfect passive participle ἀφωμοιωμένος (on augment see WH's Appendix, p. 161)); "to cause a model to pass off (ἀπό) into an image or shape like it — to express itself in it" (cf. ἀπεικάζειν, ἀπεικονίζειν, ἀποπλάσσειν, ἀπομιμεῖσθαι); to copy; to produce a facsimile: τά καλά εἴδη, of painters, Xenophon, mem. 3,10, 2; often in Plato. Passive to be made like, rendered similar: so Jeremiah 4 (5), 62 (63), 70 (71); and in Plato.)

Greek Monotonic

ἀφομοιόω: μέλ. -ώσω,
I. κάνω κάτι όμοιο με κάτι άλλο, τί τινι, σε Πλάτ.· συγκρίνω, τι, στον ίδ. — Παθ., είμαι ή γίνομαι όμοιος με, τινί, στον ίδ.
II. με αιτ. πράγμ. μόνο, απεικονίζω, αντιγράφω, στον ίδ., Ξεν.

Middle Liddell

I. to make like, τί τινί Plat.: to compare, τι Plat.:—Pass. to be or become like, τινι Plat.
II. c. acc. rei only, to portray, copy, Plat., Xen.

Chinese

原文音譯:¢fomoiÒw 阿弗-哦妹俄哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:從-(使)有如
字義溯源:使成相似,相似;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出)與(ὁμοιόω)=好比)組成;其中 (ὁμοιόω)出自(ὅμοιος)=好像), (ὅμοιος)出自(ὁμοῦ)=相同),而 (ὁμοῦ)出自(ὁμολογουμένως)X*=同一的)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 相似(1) 來7:3