φελλόπους

From LSJ
Revision as of 19:30, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φελλόπους Medium diacritics: φελλόπους Low diacritics: φελλόπους Capitals: ΦΕΛΛΟΠΟΥΣ
Transliteration A: phellópous Transliteration B: phellopous Transliteration C: fellopous Beta Code: fello/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, cork-footed, Luc.VH2.4.

German (Pape)

[Seite 1260] ουν, gen. ποδος, korkfüßig, Luc. V. H. 2, 4.

Greek (Liddell-Scott)

φελλόπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ὁ ἔχων φελλίνους πόδας, Λουκ. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 4.

Greek Monolingual

-πουν, Α
αυτός που έχει φέλλινα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φελλός + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. χαλκό-πους].

Greek Monotonic

φελλόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει πόδια από φελλό, σε Λουκ.

Middle Liddell

φελλό-πους,
cork-footed, Luc.