φιλογηθής

From LSJ
Revision as of 19:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλογηθής Medium diacritics: φιλογηθής Low diacritics: φιλογηθής Capitals: ΦΙΛΟΓΗΘΗΣ
Transliteration A: philogēthḗs Transliteration B: philogēthēs Transliteration C: filogithis Beta Code: filoghqh/s

English (LSJ)

ές, only in Dor.form φῐλο-γᾱθής: (γῆθος, γᾶθος):—loving mirth, mirthful, A.Th.918 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1279] ές, dor. φιλογαθής, die Freude, die Fröhlichkeit liebend, Aesch. Spt. 901.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλογηθής: -ές, γεν. έος, μόνον ἐν τῷ Δωρικ. τύπῳ -γαθής· (γῆθος, γᾶθος)· ― ὁ φιλῶν τὴν εὐθυμίαν, εὔθυμος, φαιδρός, Αἰσχύλ. Θηβ. 918.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui aime la joie.
Étymologie: φίλος, γῆθος.

Greek Monolingual

-ές, Α
(σπάν. τ.) βλ. φιλογαθής.

Greek Monotonic

φῐλογηθής: -ές, μόνο σε Δωρ. τύπο -γᾱθής, (γηθέω), αυτός που αγαπά το κέφι, κεφάτος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

φιλογηθής: дор. φιλογᾱθής 2 любящий веселье, жизнерадостный Aesch.

Middle Liddell

φῐλο-γηθής, ές only in doric form φιλο-γᾱθής] γηθέω
loving mirth, mirthful, Aesch.