φορτίς
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
ίδος, ἡ, φ. ναῦς ship of burden, merchantman, ἔδαφος νηὸς . . φ. εὐρείης Od.5.250, cf. 9.323, Luc.VH1.11, Aret.SD2.13; φ. alone, D.S.16.6, Jul.Or.5.159d, etc.
German (Pape)
[Seite 1301] ίδος, ἡ, sc. ναῦς, Lastschiff, Frachtschiff, Od. 5, 250. 9, 323; übh. Kauffahrteischiff, ein breites Fahrzeug, im Ggstz der schmalen, langen Kriegsschiffe, Antp. Th. 52. 69 (IX, 215. VII, 287).
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
s.e. ναῦς;
vaisseau de transport, navire marchand.
Étymologie: φόρτος.
English (Autenrieth)
ίδος (φόρτος): νηῦς, ship of burden, Od. 5.250 and Od. 9.323. (See cut.)
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
φορτηγό πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φόρτος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. ψηφ-ίς)].
Greek Monotonic
φορτίς: -ίδος, ἡ, όπως ναῦς φορτηγός, πλοίο φορτηγό, εμπορικό, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
φορτίς: ίδος ἡ (sc. ναῦς) грузовой (товарный) корабль Hom., Diod., Luc., Anth.
Middle Liddell
φορτίς, ίδος, ἡ,
like ναῦς φορτηγός, a ship of burden, merchantman, Od. [from φόρτος