χαλκομόλυβδος
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
ὁ, alloy of copper and lead, Maria ap. Olymp.Alch.p.93B.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
(μεταλργ.) κράμα χαλκού και μολύβδου, συχνά, σήμερα, προσμεμιγμένο με κασσίτερο, νικέλιο και αντιμόνιο, το οποίο χρησιμοποιείται ως αντιτριβικό κράμα, αλλ. ρόδινο μέταλλο
αρχ.
κράμα χαλκού και μολύβδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + μόλυβδος. Ως τεχνολ. όρος της νεοελλ. η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cuproplomb].