χρυσόπους

From LSJ
Revision as of 20:32, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσόπους Medium diacritics: χρυσόπους Low diacritics: χρυσόπους Capitals: ΧΡΥΣΟΠΟΥΣ
Transliteration A: chrysópous Transliteration B: chrysopous Transliteration C: chrysopous Beta Code: xruso/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, neut. -πουν, gen. -ποδος, gold-footed, φορεῖα Plb.30.25.18; κλίνη Heraclid.Cum. 2.

German (Pape)

[Seite 1382] οδος, mit goldenen Füßen; φορεῖον Pol. 31, 3,18; κλίνη Heraclid. bei Ath. IV, 145 c.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόπους: ὁ, ἡ, οὐδ. -πουν, ὁ ἔχων χρυσοῦς πόδας, φορεῖον Πολύβ. 31. 3, 18· ἐπὶ κλίνης χρυσόποδος κατακείμενος Ἡρακλείδης ὁ Κυμαῖος παρ’ Ἀθην. 145C.

Greek Monolingual

-ουν, Α
αυτός που έχει χρυσά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -πους (< πούς), πρβλ. χαλκό-πους].

Russian (Dvoretsky)

χρῡσόπους: 2, gen. ποδος на золотых или золоченых ножках (φορεῖον Polyb.).