ψεδνοκάρηνος
From LSJ
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
English (LSJ)
[ᾰ], ον, bald-headed, Orph.L.253.
German (Pape)
[Seite 1392] kahlköpfig, Orph. lith. 250.
Greek (Liddell-Scott)
ψεδνοκάρηνος: [ᾰ], -ον, ὁ ἔχων φαλακρὰν κεφαλήν, Ὀρφ. Λιθ. 250· καὶ οὕτω παρὰ Τζέτζ. Ὅμ. 147, ἔνθα πρότερον ἐφέρετο -κάρηνες.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
ψεδνόθριξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψεδνός «αραιός» + -κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. χρυσο-κάρηνος].