βαθυλείμων
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
English (LSJ)
ον, gen. ονος, surrounded by rich meadows, πέτρα β., i.e. Cirrha, where the land was forbidden to be ploughed, Pi.P.10.15.
German (Pape)
[Seite 424] ονος, mit tiefen, üppigen Wiesen, πέτρα Pind. P. 10. 15.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰθῠλείμων: -ον, γεν. -ωνος, ἔχων ἢ περικυκλούμενος ὑπὸ πλουσίων λειμώνων, πέτρα βαθ., ἡ Κίρρα, ἔνθα ἡ χώρα ἦτο ἱερὰ καὶ οὐδεὶς ἠδύνατο νὰ καλλιεργήσῃ αὐτήν· πρβλ. τοῦ Tennyson deep meadow'd" Πινδ. Π. 10.23.
English (Slater)
βᾰθῠλείμων
1 in deep meadows i. e. deep in the meadows. ἔθηκε καὶ βαθυλείμων ὑπὸ Κίρρας πετρᾶν ἀγὼν κρατησίποδα Φρικίαν (Hartung: βαθυλείμωνα πέτραν codd.) (P. 10.15)
Spanish (DGE)
(βᾰθῠλείμων) -ον celebrado en espesa pradera ἀγών Pi.P.10.15.
Russian (Dvoretsky)
βαθυλείμων: gen. ονος Pind. = βαθύλειμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαθυλείμων -ον, gen. -ονος, en βαθύλειμος -ον βαθύς, λειμών met diepe weide, omgeven door diepe weide.