βιβλιογραφία
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ἡ, writing of books, Dsc.1.85, D.L.7.36.
German (Pape)
[Seite 444] ἡ, das Bücherschreiben, D. I. 7, 36.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ escritura de libros Dsc.1.85, D.L.7.36.
Greek Monolingual
η (AM βιβλιογραφία)
νεοελλ.
1. η αναγραφή, ο καταρτισμός πίνακα βιβλίων ή πραγματειών με το όνομα του συγγραφέα, τον τίτλο, τον τόπο και τον χρόνο της έκδοσης
2. κατάλογος βιβλίων
3. το σύνολο των βιβλίων και πραγματειών που αναφέρονται σε κάποιο θέμα
αρχ.-μσν.
γραφή ή αντιγραφή βιβλίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλιογράφος. Η λ. εισήχθη και στην ξένη ορολογία
πρβλ. αγγλ. bibliography, γαλλ. bibliographie, γερμ. Bibliographie].
Russian (Dvoretsky)
βιβλιογρᾰφία: ἡ писание или переписка книг Diog. L.