δακτυλιογλύφος
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
ὁ, engraver of gems, Critias 66 D., Phld.Po.Herc.1676.5, D.L. 1.57, Gal.12.205.
German (Pape)
[Seite 520] ὁ, Steinschneider, Graveur, D. L. 1, 57; Schol. Plat. Rep. V p. 475, 16.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
graveur ou ciseleur sur bagues.
Étymologie: δακτύλιος, γλύφω.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ grabador de anillos δ. ... ἐν σιδήρῳ καὶ λιθαρίῳ διὰ τῆς ἐγ[γ] λυφῆς (ποιεῖ) Phld.Po.C 16.7, cf. Critias B 66, SEG 18.36A.138 (Ática IV/III a.C.), Gal.12.205, Poll.7.108, δακτυλιογλύφῳ μὴ ἐξεῖναι σφραγῖδα φυλάττειν τοῦ πραθέντος δακτυλίου D.L.1.57, del padre de Pitágoras, D.L.8.1, Sch.Pl.R.600b, Sud.s.u. Πυθαγόρας, cf. δακτυλόγλυφος.
Greek Monolingual
ο (AM δακτυλιογλύφος)
ο χαράκτης πολύτιμων λίθων, ο τεχνίτης που επεξεργάζεται πολύτιμους λίθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δακτύλιος + -γλυφος < γλύφω.
Greek Monotonic
δακτῠλιογλύφος: ὁ (γλύφω), χαράκτης πολύτιμων λίθων, αυτός που κατασκευάζει σφραγίδες, σε Κριτία.
Russian (Dvoretsky)
δακτῠλιογλύφος: (λῠ) ὁ резчик, гравер Diog. L.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δακτυλιογλύφος -ου, ὁ [δακτυλιογλυφία] graveerder.