δενδροκόπος
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
English (LSJ)
ὁ, woodcutter, Gloss.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ agr. talador de árboles, PCair.Preis.20.23 (IV d.C.) en BL 8.76, cf. Gloss.3.307.
Greek Monolingual
ο (AM δενδροκόπος)
αυτός που κόβει δένδρα, ο υλοτόμος
νεοελλ.
ζωολ. γένος Δρυκολαπτιδών Πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχ. λ. δενδροκόπος < δένδρον + -κόπος < κόπτω.