δερμύλλω

From LSJ
Revision as of 21:55, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δερμύλλω Medium diacritics: δερμύλλω Low diacritics: δερμύλλω Capitals: ΔΕΡΜΥΛΛΩ
Transliteration A: dermýllō Transliteration B: dermyllō Transliteration C: dermyllo Beta Code: dermu/llw

English (LSJ)

= φλάω, Sch.Ar.Nu.734; cf. δερκύλλειν.

German (Pape)

[Seite 549] die Haut zurückziehen, τοῦ πέους Schol. Ar. Nubb. 724.

Greek (Liddell-Scott)

δερμύλλω: φλάω, Σχόλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 731.

Spanish (DGE)

desollar sent. obsc. masturbar ἑαυτόν Sch.Ar.Nu.734, cf. δερμύλλει· αἰσχροποιεῖ Hsch.

Greek Monolingual

δερμύλλω (Α)
έχω στύση του πέους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέρμα + (επίθημα) -ύλλω (πρβλ. βδύλλω, εξαπατύλλω). Η λ. μαρτυρείται και ως γλώσσα του Ησυχίου «δερμύλλει
αισχροποιεί, οι δέ εκδέρει»].