διασκοπιάομαι
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
watch as from a σκοπιά: hence, spy out, σε… προέηκε διασκοπιᾶσθαι ἕκαστα, of Dolon, Il.10.388; discern, distinguish, ἀργαλέον… διασκοπιᾶσθαι ἕκαστον 17.252.
German (Pape)
[Seite 602] ringsum ausspähen, auskundschaften; Il. 10, 388 ἦ σ' Ἕκτωρ προέηκε διασκοπιᾶσθαι ἕκαστα
Greek (Liddell-Scott)
διασκοπιάομαι: ἀποθ., παρατηρῶ ὡς ἀπὸ σκοπιᾶς· ἐντεῦθεν, κατασκοπεύω, σε… προέηκε διασκοπιᾶσθαι ἕκαστα, ἐπὶ τοῦ Δόλωνος, Ἰλ. Κ. 388· ‒ διακρίνω, παρατηρῶ, ἀργαλέον… διασκοπιᾶσθαι ἕκαστον Ρ. 252.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
1 observer tout alentour;
2 discerner, distinguer.
Étymologie: διά, σκοπιά.
English (Autenrieth)
spy out, Il. 10.388 and Il. 17.252.
Spanish (DGE)
avistar desde la atalaya de donde espiar σ' Ἕκτωρ προέηκε διασκοπιᾶσθαι ἕκαστα de Dolón Il.10.388
•distinguir ἀργαλέον δέ μοί ἐστι διασκοπιᾶσθαι ἕκαστον ἡγεμόνων Il.17.252.
Greek Monotonic
διασκοπιάομαι: αποθ., παρατηρώ ολόγυρα όπως σε σκοπιά, κατασκοπεύω, σε Ομήρ. Ιλ.· παρατηρώ, διακρίνω, σε ίδ.
Russian (Dvoretsky)
διασκοπιάομαι:
1) высматривать, обозревать, разведывать (ἕκαστα Hom.);
2) распознавать, различать (ἕκαστον ἡγεμόνων Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διασκοπιάομαι [διασκέπτομαι] goed bekijken; onderscheiden.
Middle Liddell
Dep. to watch as from a σκοπιά, to spy out, Il.:— to discern, distinguish, Il.