δυσβίοτος
οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered
English (LSJ)
[ῐ], ον, making life wretched, πενίη AP7.648 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 677] elend lebend; πενίη Leon. Tar. 64 (VII, 648).
Greek (Liddell-Scott)
δυσβίοτος: -ον, (βίοτος) ὁ καθιστῶν τὸν βίον δυστυχῆ, πενίη Ἀνθ. Π. 7. 648.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont la vie est pénible.
Étymologie: δυσ-, βίοτος.
Spanish (DGE)
-ον
que hace la vida penosa, que amarga la vida Alc.130(b)1 (dud.), πενίη AP 7.648 (Leon.).
Greek Monolingual
δυσβίοτος, -ον (Α)
αυτός που κάνει τη ζωή δύσκολη.
Greek Monotonic
δυσβίοτος: -ον, αυτός που καθιστά τη ζωή άθλια, αξιοθρήνητη, πενίη, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δυσβίοτος: отягощающий жизнь, мучительный (πενίη Anth.).