δυσπνοϊκός
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
English (LSJ)
ή, όν, short of breath, Dsc.4.134 (v.l.), Asclep. ap. Gal.13.108, Hippiatr.27.
German (Pape)
[Seite 687] schwer athmend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπνοϊκός: -ή, -όν, ὁ ἔχων ὀλίγην ἀναπνοήν, ὑπὸ δυσπνοίας πάσχων, Ἱππατρ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α δυσπνοϊκός, -ή, -όν)
αυτός που πάσχει από δύσπνοια, ο ασθματικός.