δυστροπία

From LSJ
Revision as of 23:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυστροπία Medium diacritics: δυστροπία Low diacritics: δυστροπία Capitals: ΔΥΣΤΡΟΠΙΑ
Transliteration A: dystropía Transliteration B: dystropia Transliteration C: dystropia Beta Code: dustropi/a

English (LSJ)

ἡ, peevishness, Poll.5.119, Jul.Mis.365b, Alex.Trall.7.9.

German (Pape)

[Seite 689] ἡ, Hartnächigkeit, Poll. 5, 119 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυστροπία: ἡ, κακότροπος γνώμη, Πολυδ. Ε΄, 119.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 de pers. mal carácter, carácter difícil Poll.3.132, 5.119, Iul.Mis.365c, Physiog.2.226.10
plu. comportamientos adustos, agresividad Hsch.s.u. σχετλιασμοί.
2 de pers. mala inclinación, tendencia al mal, maldad ὃν διὰ πολλὴν δυστροπίαν ... ἔρριψεν ὁ ἴδιος δεσπότης Pall.H.Laus.19.1, τῆς ἐνούσης αὐτῷ δυστροπίας Cyr.Al.Luc.2.22, κατὰ μηχανήν τινα καὶ δυστροπίαν PMasp.295.1.4 (biz.), cf. Pall.V.Chrys.16.41, Ast.Am.Hom.10.2.2, Chrys.M.58.769, Tz.H.3.384.
3 de la enfermedad condición difícil o problemática, índole maligna τῶν νοσημάτων Seuer.Clyst.p.14, cf. Alex.Trall.2.319.16, Aët.16.61.

Greek Monolingual

και δυστροπιά, η (AM δυστροπία)
η ιδιότητα του δύστροπου, ιδιοτροπία, στρυφνότητα του χαρακτήρα
νεοελλ.
απροθυμία, αποφυγή.