θηροφόρος
From LSJ
τὸ γὰρ βραχύ τι τοῦτο πᾶσαν ὑμῶν ἔχει τὴν βεβαίωσιν καὶ πεῖραν τῆς γνώμης → this trifle contains the whole seal and trial of your resolution
English (LSJ)
ον, producing game, prob. l. AP14.24.
Greek (Liddell-Scott)
θηροφόρος: -ον, φέρων ἄγρια θηρία, πιθ. γραφ. ἐν Ἀνθ. Π. 14. 24.
Greek Monolingual
θηροφόρος, -ον (Α)
αυτός που φέρει, που παράγει άφθονα θηράματα, που έχει άφθονο κυνήγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρο- (< θήρα) + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθοφόρος, τροχοφόρος.